υμνολόγιο(ν)

υμνολόγιο(ν)
το / ὑμνολόγιον, ΝΑ
νεοελλ.
1. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων
2. μτφ. υμνολογία, εξύμνηση με πληθώρα εγκωμιαστικών λόγων
αρχ.
στον πληθ. τὰ ὑμνολόγια
γιορτή προς τιμή τής Καρμέντης, μητέρας τού Ευάνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνολόγος. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. μαρτυρείται από το 1894 στον Δ. Χ. Σεμιτέλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υμνολόγιο — το 1. συλλογή ύμνων, βιβλίο που περιέχει εκκλησιαστικούς ύμνους, ψαλτήριο. 2. υμνολογία (βλ. λ., 1) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… …   Dictionary of Greek

  • υμνολόγια — τὰ, Α βλ. υμνολόγιο(ν) …   Dictionary of Greek

  • Αγιοπαυλίτης, Γρηγόριος — (18ος αι.). Λόγιος και ιερομόναχος. Έδρασε πατριωτικά, περιοδεύοντος σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Μετά τα Ορλοφικά κατέφυγε στη Βενετία, όπου υπήρχε ελληνική παροικία. Εκτός από το Υμνολόγιο (1770) έγραψε ανώνυμα πολλά κείμενα, για τα οποία είναι… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”