υμνολόγιο — το 1. συλλογή ύμνων, βιβλίο που περιέχει εκκλησιαστικούς ύμνους, ψαλτήριο. 2. υμνολογία (βλ. λ., 1) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
υμνολόγια — τὰ, Α βλ. υμνολόγιο(ν) … Dictionary of Greek
Αγιοπαυλίτης, Γρηγόριος — (18ος αι.). Λόγιος και ιερομόναχος. Έδρασε πατριωτικά, περιοδεύοντος σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Μετά τα Ορλοφικά κατέφυγε στη Βενετία, όπου υπήρχε ελληνική παροικία. Εκτός από το Υμνολόγιο (1770) έγραψε ανώνυμα πολλά κείμενα, για τα οποία είναι… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek